Ελληνικά » Γερμανικά

συγκατ|ανεύω <-ένευσα> [siŋgataˈnɛvɔ] VERB αμετάβ

συγκαταβατικ|ός <-ή, -ό> [siŋgatavatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. συγκαταβατικός:

2. συγκαταβατικός (τιμή):

συγκαταστολέας [siŋgatastɔˈlɛas] SUBST αρσ ΒΙΟΛ

συγκατ|αλέγω <-έλεξα, -αλέχτηκα, -αλεγμένος> [siŋgataˈlɛɣɔ] VERB μεταβ

σκηνοθέτης [scinɔˈθɛtis] SUBST αρσ, σκηνοθέτρια [scinɔˈθɛtria], σκηνοθέτιδα [scinɔˈθɛtiða], σκηνοθέτισσα [scinɔˈθɛtisa] SUBST θηλ

Regisseur(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский