Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στεριώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στεριώνω

στεριώνω s. στερεώνω

Βλέπε και: στερεώνω

I . στερεώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [stɛrɛˈɔnɔ] VERB μεταβ

1. στερεώνω (στον τοίχο κτλ):

befestigen an +αιτ

2. στερεώνω (κάνω σταθερό):

II . στερεώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [stɛrɛˈɔnɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι στερεός)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский