Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στερητικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στερητικ|ός <-ή, -ό> [stɛritiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. στερητικός ΓΛΩΣΣ:

στερητικός
Verneinungs-

2. στερητικός ΙΑΤΡ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский