Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στενότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στενότητα [stɛˈnɔtita] SUBST θηλ

1. στενότητα (ιδιότητα του στενού):

στενότητα
Enge θηλ

2. στενότητα (έλλειψη):

στενότητα
Knappheit θηλ
στενότητα χρημάτων
Geldknappheit θηλ
στενότητα χρημάτων (παροδική)

Παραδειγματικές φράσεις με στενότητα

στενότητα χρημάτων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский