Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στενοκέφαλος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στενοκέφαλ|ος <-η, -ο> [stɛnɔˈcɛfalɔs] ΕΠΊΘ μτφ

στενοκέφαλος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский