Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σταύρωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σταύρωσ|η <-εις> [ˈstavrɔsi] SUBST θηλ (θανάτωση)

σταύρωση
Kreuzigung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский