Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σταφιδιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σταφιδιά|ζω <-σα, -σμένος> [stafiˈðjazɔ] VERB αμετάβ

1. σταφιδιάζω (ζαρώνω):

σταφιδιάζω

2. σταφιδιάζω (στεγνώνω):

σταφιδιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский