Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σταύρωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σταύρωμα [ˈstavrɔma] SUBST ουδ

1. σταύρωμα (θανάτωση):

σταύρωμα
Kreuzigung θηλ

2. σταύρωμα (δύω πραγμάτων):

σταύρωμα
Kreuzen ουδ

3. σταύρωμα (χεριών, ποδιών):

σταύρωμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский