Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκύλα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκύλα [ˈscila] SUBST θηλ

1. σκύλα (ζώο):

σκύλα
Hündin θηλ

2. σκύλα μειωτ (γυναίκα):

σκύλα
Schlampe θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский