Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκύβαλο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκύβαλο (δημητριακών) ουδ
Spreu (im Sieb) θηλ
σκύβαλο (σκουπίδι) ουδ μτφ
Stück Müll ουδ
σκύβαλο (άνθρωπος) ουδ μτφ
Lump αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский