Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκυλιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σκυλιά|ζω <-σα, -σμένος> [sciˈʎazɔ] VERB μεταβ

σκυλιάζω

II . σκυλιά|ζω <-σα, -σμένος> [sciˈʎazɔ] VERB αμετάβ

σκυλιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский