Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκοτίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σκοτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [skɔˈtizɔ] VERB μεταβ

1. σκοτίζω (ενοχλώ):

σκοτίζω

2. σκοτίζω (βασανίζω):

σκοτίζω

II . σκοτίζομαι VERB αυτοπ ρήμα (στενοχωριέμαι)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский