Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σαλεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σαλ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [saˈlɛvɔ] VERB μεταβ

1. σαλεύω (κουνώ ελαφρά):

σαλεύω

2. σαλεύω (κουνώ γερά):

σαλεύω

II . σαλ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [saˈlɛvɔ] VERB αμετάβ

1. σαλεύω (δείχνω κάποια κίνηση):

σαλεύω

2. σαλεύω (κουνιέμαι εδώ κι εκεί):

σαλεύω

3. σαλεύω (γη: τρέμω):

σαλεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский