Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σαλιάρης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σαλιάρ|ης <-α, -ικο> [saˈʎaris] ΕΠΊΘ

1. σαλιάρης (που σαλιάζει):

σαλιάρης

2. σαλιάρης (φλύαρος):

σαλιάρης

3. σαλιάρης (γελοίος, σαχλός):

σαλιάρης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский