Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σακουλιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σακουλιά|ζω <-σα, -σμένος> [sakuˈʎazɔ] VERB μεταβ (βάζω σε σακούλα)

σακουλιάζω

II . σακουλιά|ζω <-σα, -σμένος> [sakuˈʎazɔ] VERB αμετάβ (ρούχο: δεν εφαρμόζω καλά)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский