Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ρυθμιζόμενος , ρυθμίζω , ρυθμιστής και ρυθμικός

ρυθμιζόμεν|ος <-η, -ο> [riθmiˈzɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ρυθμικ|ός <-ή, -ό> [riθmiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ρυθμιστής [riθmisˈtis] SUBST αρσ

ρυθμί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [riθˈmizɔ] VERB μεταβ

1. ρυθμίζω (γενικά: κανονίζω, τακτοποιώ):

3. ρυθμίζω ΜΗΧΑΝΙΚΉ (βάζω εκεί που πρέπει):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский