Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρυθμιστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρυθμιστικ|ός <-ή, -ό> [riθmistiˈkɔs] ΕΠΊΘ (που ρυθμίζει, τακτοποιεί)

ρυθμιστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский