Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρευστό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρευστό [rɛfˈstɔ] SUBST ουδ

2. ρευστό (χρήμα):

ρευστό
Geld ουδ
δυσκολίες θηλ πλ σε ρευστό
ρευστό ουδ ΦΥΣ
Fluid ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με ρευστό

ρευστό χρήμα
Bargeld ουδ
δυσκολίες θηλ πλ σε ρευστό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский