Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρευστοποίηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρευστοποίησ|η <-εις> [rɛfstɔˈpiisi] SUBST θηλ

1. ρευστοποίηση (μετατροπή σε υγρό):

ρευστοποίηση

2. ρευστοποίηση ΟΙΚΟΝ (μετατροπή σε χρήμα):

ρευστοποίηση
Liquidation θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский