Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρέμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρέμα [ˈrɛma] SUBST ουδ

2. ρέμα (κίνηση αερίου):

ρέμα
Zug αρσ

3. ρέμα (κοίτη):

ρέμα
Flussbett ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με ρέμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский