Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρόσβαση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρόσβασ|η <-εις> [ˈprɔzvasi] SUBST θηλ

πρόσβαση σε
Zugang αρσ zu
πρόσβαση στο δίκτυο
Netzzugang αρσ
Zugangsrecht ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με πρόσβαση

πρόσβαση στο δίκτυο
Netzzugang αρσ
πρόσβαση στο ίντερνετ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский