Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσβολή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσβολή [prɔzvɔˈli] SUBST θηλ

1. προσβολή (επίθεση):

προσβολή
Angriff αρσ
προσβολή από παράσιτα

2. προσβολή (υβριστικός λόγος):

προσβολή
Beleidigung θηλ

3. προσβολή ΝΟΜ:

προσβολή
Anfechtung θηλ
προσβολή διαθήκης
προσβολή διαθήκης
προσβολή κληρονομιάς
προσβολή συμβολαίου

4. προσβολή ΙΑΤΡ (καρδιακή):

προσβολή
Anfall αρσ
καρδιακή προσβολή
Herzschlag αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με προσβολή

προσβολή διαθήκης
προσβολή κληρονομιάς
προσβολή συμβολαίου
καρδιακή προσβολή
Herzschlag αρσ
προσβολή από παράσιτα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский