Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσφεύγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσ|φεύγω <-έφυγα> [prɔsˈfɛvɣɔ] VERB αμετάβ

Παραδειγματικές φράσεις με προσφεύγω

προσφεύγω στο δικαστήριο
προσφεύγω σε κάτι/κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский