Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρόσφορο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρόσφορο [ˈprɔsfɔrɔ] SUBST ουδ

πρόσφορο
Hostie θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με πρόσφορο

πρόσφορο έδαφος και μτφ
Nährboden αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский