Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσγειώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . προσγειώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [prɔzjiˈɔnɔ] VERB μεταβ

1. προσγειώνω ΑΕΡΟ:

προσγειώνω

2. προσγειώνω μτφ:

προσγειώνω

II . προσγειώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. προσγειώνομαι ΑΕΡΟ:

2. προσγειώνομαι μτφ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский