Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσδένω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . προσ|δένω <-δεσα [ή -έδεσα], -δέθηκα, -δεμένος> [prɔzˈðɛnɔ] VERB μεταβ

προσδένω σε
binden an +αιτ

II . προσδένομαι VERB αυτοπ ρήμα (βάζω τη ζώνη)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский