Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προνομιούχος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . προνομιούχ|ος <-α, -ο> [prɔnɔmiˈuxɔs] ΕΠΊΘ

προνομιούχος
privilegiert, Vorzugs-
Vorzugsaktie θηλ
προνομιούχος μέτοχος

II . προνομιούχ|ος <-α, -ο> [prɔnɔmiˈuxɔs] SUBST αρσ/θηλ

προνομιούχος

Παραδειγματικές φράσεις με προνομιούχος

προνομιούχος μέτοχος
προνομιούχος/προνομιούχα μέτοχος
Vorzugsaktionär(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский