Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρόνοια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρόνοια [ˈprɔnia] SUBST θηλ

1. πρόνοια (φροντίδα):

πρόνοια
Vorsorge θηλ
κοινωνική πρόνοια
Sozialarbeit θηλ

2. πρόνοια (περίσκεψη):

πρόνοια
Umsicht θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με πρόνοια

κοινωνική πρόνοια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский