Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προνοώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . προνο|ώ <-είς, -ησα> [prɔnɔˈɔ] VERB αμετάβ (φροντίζω)

προνοώ για

II . προνο|ώ <-είς, -ησα> [prɔnɔˈɔ] VERB μεταβ (προβλέπω)

προνοώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский