Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προέρχομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προ|έρχομαι <-ήλθα> [prɔˈɛrxɔmɛ] VERB αμετάβ

1. προέρχομαι (έχω την προέλευση):

προέρχομαι

2. προέρχομαι (κατάγομαι):

προέρχομαι

3. προέρχομαι (έχω το αίτιο):

προέρχομαι από
beruhen auf +δοτ

4. προέρχομαι (προκύπτω):

προέρχομαι από

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский