Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πολιτεύομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πολιτεύ|ομαι <-τηκα> [pɔliˈtɛvɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. πολιτεύομαι (μπαίνω στην πολιτική):

πολιτεύομαι

2. πολιτεύομαι (μετέχω στην πολιτική ζωή):

πολιτεύομαι

3. πολιτεύομαι μτφ (συμπεριφέρομαι):

πολιτεύομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский