Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πολίτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πολίτης (πολίτισσα) [pɔˈlitis, pɔˈlitisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. πολίτης (μέλος πολιτείας):

πολίτης (πολίτισσα)
Bürger(in) αρσ (θηλ)
πολίτης της ΕΕ
EU-Bürger(in) αρσ (θηλ)
πολίτης του κόσμου
Weltbürger(in) αρσ (θηλ)
Bürgerrecht ουδ

2. πολίτης (κάτοχος ιθαγένειας):

πολίτης (πολίτισσα)
Staatsbürger(in) αρσ (θηλ)

3. πολίτης (μη στρατιωτικός):

πολίτης (πολίτισσα)
Zivilist(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με πολίτης

πολίτης της ΕΕ
EU-Bürger(in) αρσ (θηλ)
πολίτης του κόσμου
Weltbürger(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский