Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πολιούχος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πολιούχος [pɔliˈuxɔs] SUBST mf

πολιούχος
πολιούχος (προστάτης) αρσ
Schutzpatron αρσ
πολιούχος (προστάτρια) θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский