Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πολιορκητικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πολιορκητικ|ός <-ή, -ό> [pɔliɔrcitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

πολιορκητικός
Belagerungs-
πολιορκητικός κριός
Rammbock αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με πολιορκητικός

πολιορκητικός κριός
Rammbock αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский