Ελληνικά » Γερμανικά

ποδηλατικ|ός <-ή, -ό> [pɔðilatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ποδηλασία [pɔðilaˈsia] SUBST θηλ

ποδηλατ|ώ <-είς, -ησα> [pɔðilaˈtɔ] VERB αμετάβ

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST αρσ, προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST θηλ

ποδηλατοδρομία [pɔðilatɔðrɔˈmia] SUBST θηλ

ποδηλάτης (ποδηλάτισσα) [pɔðiˈlatis, pɔðiˈlatisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ποδηλάτης (ποδηλάτισσα)
Radfahrer(in) αρσ (θηλ)

προστάτρια [prɔsˈtatria], προστάτισσα [prɔsˈtatisa] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский