Ελληνικά » Γερμανικά

πλακώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [plaˈkɔnɔ] VERB μεταβ

1. πλακώνω (συνθλίβω):

πλακώνω

2. πλακώνω μτφ:

3. πλακώνω χυδ (συνουσιάζομαι):

πλακώνω

Παραδειγματικές φράσεις με πλακώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский