Ελληνικά » Γερμανικά

πλεχτήριο [plɛxˈtiriɔ] SUBST ουδ

πλεχτό [plɛxˈtɔ] SUBST ουδ (πουλόβερ)

πλεχτ|ός <-ή, -ό> [plɛxˈtɔs] ΕΠΊΘ

συντάκτης [sinˈdaktis], συντάχτης [sinˈdaxtis] SUBST αρσ, συντάκτρια [sinˈdaktria], συντάχτρια [sinˈdaxtria] SUBST θηλ

1. συντάκτης (όποιος συντάσσει):

Verfasser(in) αρσ (θηλ)
Autor(in) αρσ (θηλ)

2. συντάκτης (εφημερίδας):

Redakteur(in) αρσ (θηλ)

πλέχτης (πλέχτρια) [ˈplɛxtis, ˈplɛxtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

πλέχτης (πλέχτρια)
Stricker(in) αρσ (θηλ)

μαεστρία [maɛsˈtria] SUBST θηλ

υφαντής [ifanˈdis] SUBST αρσ [iˈfandra], υφάντρια [iˈfandria] SUBST θηλ

Weber(in) αρσ (θηλ)

δράστης [ˈðrastis] SUBST αρσ, δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST θηλ

μεσίτης [mɛˈsitis] SUBST αρσ, μεσίτρα [mɛˈsitra], μεσίτρια [mɛˈsitria] SUBST θηλ

1. μεσίτης (γενικά):

Vermittler(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский