Ελληνικά » Γερμανικά

περιπλάνησ|η <-εις> [pɛriˈplanisi] SUBST θηλ

περιπλαν|ιέμαι <-ήθηκα, -ημένος> [pɛriplaˈɲɛmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. περιπλανιέμαι (γυρίζω εδώ κι εκεί):

2. περιπλανιέμαι (χάνω το δρόμο μου):

περισπωμένη [pɛrispɔˈmɛni] SUBST θηλ

περίπλασμα [pɛˈriplazma] SUBST ουδ ΒΙΟΛ

περιπλοκή [pɛriplɔˈci] SUBST θηλ

2. περιπλοκή (μπέρδεμα):

Verwicklung θηλ

περιπλοκάδα [pɛriplɔˈkaða] SUBST θηλ

περιεχόμενο [pɛriɛˈxɔmɛnɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский