Ελληνικά » Γερμανικά

περι|πλέκω <-έπλεξα, -πλέχτηκα, -πλεγμένος> [pɛriˈplɛkɔ] VERB μεταβ

1. περιπλέκω μτφ (κάνω περίπλοκο):

περιπλέκω

2. περιπλέκω μτφ (μπερδεύω):

περιπλέκω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский