Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: πεισματάρης , πεισματώνω και πεισμάτωμα

I . πεισματάρ|ης <-α, -ικο> [pizmaˈtaris] ΕΠΊΘ

II . πεισματάρ|ης <-α, -ικο> [pizmaˈtaris] SUBST αρσ/θηλ

πεισμάτωμα [pizˈmatɔma] SUBST ουδ

I . πεισματώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [pizmaˈtɔnɔ] VERB μεταβ (κάποιον)

II . πεισματώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [pizmaˈtɔnɔ] VERB αμετάβ

1. πεισματώνω (με πιάνει το πείσμα):

2. πεισματώνω (είμαι πεισματάρης):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский