Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παροχετεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παροχετ|εύω <-εψα, -εύτηκα> [parɔçɛˈtɛvɔ] VERB μεταβ

1. παροχετεύω (διοχετεύω σε άλλη κατεύθυνση):

παροχετεύω

2. παροχετεύω (μεταδίδω):

παροχετεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский