Ελληνικά » Γερμανικά

παροχέτευσ|η <-εις> [parɔˈçɛtɛfsi] SUBST θηλ

1. παροχέτευση (νερού):

παροχέτευση
Kanalisation θηλ

2. παροχέτευση (παροχή):

παροχέτευση
Versorgung θηλ
παροχέτευση (ενός ποταμού, της κυκλοφορίας) θηλ
Umleitung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский