Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πάρσιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πάρσιμο [ˈparsimɔ] SUBST ουδ

1. πάρσιμο (πράξη του παίρνω):

πάρσιμο
Nehmen ουδ

2. πάρσιμο (πόλης):

πάρσιμο
Einnahme θηλ

3. πάρσιμο (κόντεμα):

πάρσιμο
Kürzen ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με πάρσιμο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский