Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παρεκτρέπομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παρεκτρ|έπομαι <-άπηκα> [parɛkˈtrɛpɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. παρεκτρέπομαι (απομακρύνομαι από το κανονικό):

παρεκτρέπομαι από

2. παρεκτρέπομαι μτφ (παρασύρομαι):

παρεκτρέπομαι σε κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με παρεκτρέπομαι

παρεκτρέπομαι σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский