Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παρεκτροπή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παρεκτροπή [parɛktrɔˈpi] SUBST θηλ

1. παρεκτροπή (από το κανονικό):

παρεκτροπή
Abweichung θηλ

2. παρεκτροπή μτφ (απρεπής πράξη):

παρεκτροπή
Entgleisung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский