Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παρακάμπτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παρ|ακάμπτω <-έκαμψα, -ακάμφθηκα> [paraˈkamptɔ] VERB μεταβ και μτφ

παρακάμπτω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский