Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παρακαταθήκη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παρακαταθήκ|η [parakataˈθici] SUBST θηλ

1. παρακαταθήκη (το κατατιθέμενο σε κάποιον):

παρακαταθήκη
Depositum ουδ

2. παρακαταθήκη (απόθεμα):

παρακαταθήκη
Reserve θηλ

3. παρακαταθήκη (εμπορευμάτων):

παρακαταθήκη
Vorrat αρσ

4. παρακαταθήκη (χρήματα):

παρακαταθήκη
Einlage θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский