Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παράκαιρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παράκαιρ|ος <-η, -ο> [paˈracɛrɔs] ΕΠΊΘ

1. παράκαιρος (σε ακατάλληλη στιγμή):

παράκαιρος

2. παράκαιρος (αργά):

παράκαιρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский