Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: παραβρισκόμενοι , παραβρίσκομαι και παρευρίσκομαι

παραβρισκόμενοι [paravrisˈkɔmɛni] SUBST αρσ πλ

παραβρ|ίσκομαι <-έθηκα> [paraˈvriskɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

παρευρίσκομαι

παρευρίσκομαι s. παραβρίσκομαι

Βλέπε και: παραβρίσκομαι

παραβρ|ίσκομαι <-έθηκα> [paraˈvriskɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский