Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ορεχτικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ορεκτικό [ɔrɛktiˈkɔ], ορεχτικό [ɔrɛxtiˈkɔ] SUBST ουδ

1. ορεκτικό (τροφή):

Vorspeise θηλ

2. ορεκτικό (ποτό):

Aperitif αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский